-
1 ничего
I ничего I (не имеет значения) τίποτα, τίποτε· \ничего! αυτό δεν είναι τίποτε! II ничего II род. л. от ничто* * *I( не имеет значения) τίποτα, τίποτεII род. п. от ничтоничего́! — αυτό δεν είναι τίποτε!
-
2 избиратель
1. (авто) (переключения передач) о επιλογέας (των ταχυτήτων) 2 (тот, кто имеет право на участие в выборах) о ψηφοφόρος, ο εκλογέας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > избиратель
-
3 иллюминатор
мор. η παραφωτίς, разг. το φινιστρίνιбортовой створчатый - мор. πλευρική - ανοιχτού τύπουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > иллюминатор
-
4 слово
слово с 1) η λέξη, ο λόγος 2) (речь) о λόγος; приветственное \слово ο χαιρετιστήριος λόγος* предоставить \слово δίνω το λόγο" \слово имеет... θα μιλήσει...· дать \слово δίνω το λόγο μου, υπόσχομαι* * *с1) η λέξη, ο λόγος2) ( речь) ο λόγοςприве́тственное сло́во — ο χαιρετιστήριος λόγος
предоста́вить сло́во — δίνω το λόγο
сло́во име́ет... — θα μιλήσει…
дать сло́во — δίνω το λόγο μου, υπόσχομαι
-
5 смысл
смысл м 1) η έννοια, το νόημα· η σημασία (значение)' здравый \смысл η λογική* в буквальном \смысле κυριολεχτικά* в каком \смысле? τι εννοείται; 2) (основание) о λόγος, το νόημα* имеет -\смысл... αξίζει να...· в этом нет \смысла δεν έχει κανένα νόημα ◇ в широком \смысле слова με την πλατιά έννοια* * *м1) η έννοια, το νόημα; η σημασία ( значение)здра́вый смысл — η λογική
в буква́льном смысле — κυριολεχτικά
в како́м смысле? — τι εννοείται
2) ( основание) ο λόγος, το νόημαиме́ет смысл... — αξίζει να…
в э́том нет смысла — δεν έχει κανένα νόημα
••в широ́ком смысле сло́ва — με την πλατιά έννοια
-
6 загрузка
загру́зк||аж в разн. знач. ἡ φόρ-τωση [-ις], τό φόρτωμα:завод имеет полную \загрузкау τό ἐργοστάσιο δουλεύει μέ πλήρη φόρτωση. -
7 значение
значен||иес1. (смысл) ἡ σημασία, ἡ ἔννοια, τό νόημα:прямое (переносное) \значение слова ἡ κύρια (ή μεταφορική) σημασία τής λέξης·2. (важность) ἡ σημασία, ἡ σπουδαιότητα [-ης]:придавать чему́-л. большое \значение δίνω μεγάλη σημασία σέ κάτι· не придавать \значениеия чему-л. δέν δίνω σημασία σέ κάτι· не имеет \значениеия δέν ἔχει σημασία -
8 нежилой
нежилойприл1. ἀκατοίκητος, ἐρημος:комната имеет \нежилой вид τό δωμάτιο μοιάζει ἀκατοίκητο·2. (негодный для жилья) μή κατοικήσιμος. -
9 отдаленный
отдаленн||ый1. прич. от отдалить.2. прил ἀπομακρυσμένος, ἀπομεμακρυσμένος, μακρινός / ἀπόκεντρος, παράμερος (о местности, времени):\отдаленныйое представление ἡ ἀμοδρά ἰδέα· \отдаленныйое родство́ ἡ μακρυνή συγγένεια· \отдаленныйое сходство ἡ ἐλαφρά ὁμοιότης· это имеет \отдаленныйое сходство с чем-л. αὐτό θυμίζει κάτι. -
10 отношение
отношени||ес1. ἡ στάση, ἡ σχέση προς.../ τό φέρσιμο, ἡ συμπεριφορά (об-хоокдение):бережное \отношение ἡ φροντίδα, ἡ μέριμνα· небрежное \отношение ἡ ἀμέλεια, ἡ ἀδιαφορία·2. (связь, касательство) ἡ σχέση [-ις[:не имея \отношениея к чему-л. δέν ἔχω σχέση μέ...· какое это имеет \отношение к...? καί τί σχέση ἔχει αὐτό μέ..;·3. \отношениея мн. (взаимное общение, связь) οἱ σχέσεις:производственные \отношениея οἱ παραγωγικές σχέσεις· деловые \отношениея οἱ ἐμπορικές σχέσεις· родственные \отношениея ἡ συγγένεια· дружеские \отношениея οἱ φιλικές σχέσεις· завязы-бать \отношениея συνάπτω σχέσεις·4. мат ὁ λόγος, ἡ ἀναλογία, ἡ σχέσις δύο ποσῶν. в прямом (обратном) \отношениеи εὐθέως (αντιστρόφως) ἀνάλογα·5. канц. τό ἐγγραφο, τό ὑπόμνημα· ◊ по \отношениею.к кому́-л., че-му́-л., в \отношениеи кого-л., чего́-л. σχετικά μέ, σέ σχέση μέ· в этом \отношениеи σχετικά μ' αὐτό· во многих \отношениеях ἀπό πολλες ἀπόψεις· во всех \отношениеях ἀπ' ὀλες τίς ἀπόψεις· ни в каком \отношениеи κατ' οὐδένα λόγον, μέ κανένα τρόπο. -
11 представление
представлени||ес1. (чего-л.) ἡ παρου-σίαση [-ις], ἡ ἐμφάνιση [-ις]·2. (при знакомстве) ἡ σύσταση [-ις]·3. (к награде и т. ἡ.) ἡ πρόταση γιά, ἡ ὑποβολή ὑποψηφιότητας·4. театр. ἡ παράσταση [-ις]:первое \представление ἡ πρώτη παράσταση· δ. (понятие) ἡ ἰδέα, ἡ ἀντίληψη [-ις]:иметь \представление ἔχω (μιά) Ιδέα· он· не имеет ни малейшего \представлениея δέν ἔχει τήν παραμικρή Ιδέα· составить себе ясное \представление о чем-л. σχηματίζω σαφή ἀντίληψη· в моем \представлениеи κατά τήν ἀντίληψή μου. -
12 сила
си́л||аж в разн. знач. ἡ δύναμη [-ις] (тж. черен.), ἡ ἰσχύς (тж. юр.), ἤ ρώμη, τό σθένος:богатырская \сила ἡ πα-ληκαρἡσια δύναμη· \сила во́ли ἡ δύναμη θέλησης· \сила притяжения ἡ δύναμη τής ἔλξεως· \сила сцепления ἡ συνάφεια· центробежная \сила ἡ φυγόκεντρη (ἡ κεντρό-φυξ) δύναμη· лошадиная \сила физ. ἡ ἰπ-ποδύναμις, ὁ ίππος· производительные \силаы эк. οἱ παραγωγικές δυνάμεις· движущие \силаы οἱ κινητήριες δυνάμεις· вооруженные \силаы οἱ Ενοπλες δυνάμεις· военно-возду́шные \силаы οἱ ἀεροπορικές δυνάμεις· закон обратной \силаы не имеет ὁ νόμος δέν ἐχει ἀναδρομική ἰσχύ· в расцвете сил στήν ἀκμή των δυνάμεων изо всех сил μέ ὅλες τίς δυνάμεις· полный сил πλήρης δυνάμεων общими \силаами μέ κοινές προσπάθειες· выбиться из сил ἐξαντλούμαι, κατασκοτώνομαι· ударить с \силаой κτυπώ μέ δύναμη· знать свои́ \силаы γνωρίζω τίς δυνάμεις μου· быть в \силаах ἔχω τήν δύναμη· не в \силаах что́-л. сделать δέν ἔχω τήν δύναμη νά κάνω τίποτε· это сверх моих сил αὐτό εἶναι πάνω ἀπό τίς δυνάμεις μου, εἶναι ἀνώτερο τῶν δυνάμεων μου· войти́ в \силау (о документе, законе и т. п.) ἀρχίζω νά ίσχύω, τίθεμαι ἐν ίσχὔί· документ, имеюший \силау πιστοποιητικό πού ἰσχύει, τό ἐγκυρο πιστοποιητικό· оставить в \силае (о судебном решении) ἐπικυρώ, ἐπιβεβαιώ· лиши́ть \силаы (документ, закон и т. п.) ἀκυρώνω, ἀκυρῶ· ◊ в \силау привычки ἀπό συνήθεια· в \силау обстоятельств λόγω τῶν περιστάσεων в \силау закона βάσει τοῦ νόμου, δυνάμει τοῦ νόμου· рабочая \сила ἡ ἐργατική δύναμη· от \силаы разг τό πολύ πολύ· \силаой μέ τό ζόρι, διά τής βίας, ἀναγκα-στικώς. -
13 стоить
сто́||итьнесов1. (о денежной стоимости) στοιχίζω, κοστίζω:сколько это \стоитьит? πόσο κοστίζει;·2. (заслуживать) ἀξίζω, εἶμαι ἀξιος· они́ \стоитьят друг дру́га βρήκε ὁ Φίλιππος τό Ναθαναήλ·3. безл (имеет смысл, следует) ἀξίζω:\стоитьит ли из-за этого огорчаться δέν ἀξίζει τόν κόπο νά στενοχωριέστε· \стоитьит только захотеть... φτάνει μόνο νά τό θελήσει κανείς...· ◊ не \стоитьит благодарности παρακαλώ· ему́ ничего́ не \стоитьит сделать это τοῦ εἶναι πολύ ἐΰκολο νά τό κάνει· игра не \стоитьит свеч погов. τἴ ναι ὁ κάβουρας τί· ναι τό ζουμί του. -
14 авиация
-и θ.αεροπορία•имеет применение в -и εφαρμόζεται στην αεροπορία•
гражданская авиация πολιτική αεροπορία•
военная авиация πολεμική αεροπορία.
-
15 букет
-а α.1. ανθοδέσμη, μπουκέτο.2. άρωμα, γεύση•вино имеет букет το κρασί είναι εύγεστο (εύοσμο)•
букет чая εύοσμο τσάι.
-
16 вид
вид 1-а (-у), προθτ. о виде, в виде, в виду, на виду а.1. μορφή, όψη, εμφάνιση, παρουσιαστικό φάτσα, φιγούρα σχήμα•жалкий вид άθλια μορφή•
наружный вид εξωτερική εμφάνιση•
гора эта имеет вид конуса το βουνό αυτό είναι κωνοειδές•
жемчуг в -е груши μαργαριτάρι απιοειδές.
|| (έκφραση προσώπου) όψη, ύφος, θωριά, αέρας•больной вид ασθενική όψη•
строгий вид αυστηρό ύφος•
важный вид σοβαρό ύφος•
радостный вид χαρούμενη όψη.
|| κατάσταση•в нормальном -е σε κανονική κατάσταση•
в пьяном -е σε κατάσταση μέθης.
2. προοπτική, άποψη, θέα•комната с -ом на море δωμάτιο με θέα προς τη θάλασσα•
вид на город η άποψη της πόλης.
|| τοπίο•альбом с -ами Греции λεύκωμα με τοπία της Ελλάδας.
3. με τις προθέσεις: в, из, на, при σχηματίζει γλωσσικούς συνδυασμούς•в -у, на -у εν όψει•
в -у неприятеля εν όψει του εχθρού•
на -у у всех εν όψει όλων, μπροστά στα μάτια όλων•
испугаться при -е зверя φοβούμαι αντικρίζοντας το θηρίο•
у меня нет ничего в -у δε βλέπω τίποτε μπροστά μου•
ей на вид 50 лет αυτή δείχνει για πενηντάρα•
при -е опасности εν όψει του κινδύνου•
потерять из -у χάνω από τη θέα (όραση, μάτια).
4. πλθ. -ы προοπτική, υπολογισμοί, προύποθέσεις•-ы на будущее οι προοπτικές για το μέλλον•
-ы на урожай προοπτικές για τη σοδειά.
5. παλ. η ταυτότητα.εκφρ.вид на жительство – είδος ταυτότητας•в -е – σαν, ωσάν, εν είδει, δίκην•для -а – α) για τα μάτια, για το θεαθήναι, β) για φάτσα, για επίδειξη, για μόστρα•на, по -у, с -у – εξ όψεως, από την όψη, κατ’ όψιν•под -ом – με την πρόφαση•видать -ы – βλέπω, περνώ, δοκιμάζω πολλά•иметь -ы – υπολογίζω, σκοπεύω, έχω κατά νου, αποβλέπω, αποσκοπώ, ξαμώνω•не подать ή не показать -у – δε δείχνομαι (δε δείχνω σημεία,πού μπορεί να με αντιληφθούν)" делать вид κάνω πώς, προσποιούμαι•быть на -у – τραβώ την προσοχή, φαίνομαι•иметь в -у – α) έχω υπ’ όψη μου. β) εννοώ, υπονοώ•ни под каким -ом – με κανένα τρόπο, με καμιά πρόφαοη•вид в ложном -е – ψεύτικα, ψευδώς• διαστρεβλωμένα" ставить на вид προειδοποιώ (για τιμωρία, ποινή)- упустить ή выпустить из -у λησμονώ, ξεχνώ, απαλείφω από τη μνήμη, παραδίδω στη λήθη•в -у – λόγω, ένεκα•он уволен от должности в -у его неспособности – απολύθηκε άπο τη θέση λόγω ανικανότητας•в малом -е – εν σμι-κρώ, σε σμικρογραφία.вид 2-а α.είδος• τύπος•разные -ы мрамора διάφορα είδη μαρμάρου.
|| (υποδιαίρεση)• είδος• γένος•ветла вид вид ивы η λευκή ιτιά είναι ένα είδος ιτιάς•
отношение -а к роду (λογ., φιλοσ.) η σχέση του είδους προς το γένος.
(γλωσ.)•μορφή•глагол несовершенного -а ρήμα διαρκείας (διαρκούς μορφής)•
глагол совершенного -а ρήμα στιγμιαίο (στιγμιαίας μορφής).
-
17 грань
-и θ.1. όριο, σύνορο, διαχωριστική γραμμή. || άκρη, έπακρον, άκρον άωτον, χείλος-μεταίχμιο•на -и войны στα πρόθυρα του πολέμου•
на -и безумия πολύ κοντά στην τρέλλα•
на -и жизни и смерти στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου.
2. (μαθ.) έδρα, πλευρά•куб имеет шесть -ей ο κύβος έχει έξι έδρες.
|| λοξοκομμένη άκρη.3. βλ. гранение.4. γωνία, εξέχουσα άκρη αντικειμένου, αγκωνή. -
18 действие
-я ουδ.1. δράση, ενέργεια, πράξη•план -я σχέδιο δράσης•
действие равно противодействию η δράση είναι ίση προς την αντίδραση•
математика в -и τα μαθηματικά στην πράξη•
радиус -я ακτίνα δράσης•
самовольные -я αυθαίρετες ενέργειες (πράξεις).
πλθ. -я (στρατ.) επιχειρήσεις•военные -я πολεμικές επιχειρήσεις.
2. λειτουργία, ενέργεια, δου-λιά, εργασία•быть ή находиться в -и λειτουργώ, δουλεύω•
привести машину в действие βάζω εμπρός τη μηχανή.
|| εφαρμογή στην πράξη, ισχύς•продлить действие договора παρατείνω την ισχύ της συμφωνίας•
вести указ в действие εφαρμόζω τις οδηγίες στην πράξη•
закон обратного -я не имеет ο νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ•
входить в действие μπαίνω σε ισχύ, ισχύω.
3. επίδραση, επενέργεια, επιρροή, επίρροια•мина ή бомба замедленного -я νάρκη, βόμβα ωρολογιακή•
магнитное действие тока η μαγνητική επίδρααη του ρεύματος•
химическое действие χημική επίδραση•
бомба фугасного -я βόμβα εκρηκτική•
благотворное действие ευεργετική επίδραση•
удушающее действие αποπνικτική (ασφυκτική) επίδραση•
не оказывает никакого -я δεν επιδρά καθόλου!•
разрушающее действие καταστρεπτική επίδραση•
под -ем κάτω από την επίδραση.
4. υπόθεση, δράση, θέμα λογοτεχνικού έργου•5. πράξη (θεατρικού έργου)•пьеса в трех -ях θεατρικό έργο σε τρεις πράξεις.
6. πράξη (αριθμητική)•четыре -я арифметики οι τέσσερις πράξεις της αριθμητικής.
-
19 доказательство
-а ουδ.1. απόδειξη, αποδεικτικό στοιχείο, μαρτυρία, τεκμήριο, σημάδι• δείγμα ένδειξη•для -а приведу ряд документов για απόδειξη θα σας προσκομίσω μια σειρά από έγγραφα•
вещественные, -а τα πειστήρια•
я считаю достаточным -ом θεωρώ οτι είναι αρκετό για απόδειξη•
этот поступок служить -ом его честности αυτή η πράξη είναι μαρτυρία της τιμιότητας του•
в доказательство уважения, дружбы σε ένδειξη σεβασμού και φιλίας•
неопровержимые -а αδιάψευστα τεκμήρια•
представление -ств παρουσίαση αποδεικτικών στοιχείων.
2. (μαθ.) απόδειξη•теорема имеет несколько -ств το θεώρημα έχει κάμποσες αποδείξεις.
-
20 значение
-я ουδ.1. σημασία, έννοια, νόημα•значение слов σημασία των λέξεων•
прямое слов κυριολεξία•
переносное значение слова μεταφορική σημασία της λέξης.
2. σπουδαιότητα•историческое значение ιστορική σημασία•
придавать значение δίνω (προσδίδω) σημασία•
это не имеет никакого -я αυτό δεν έχει καμιά σημασία•
мстного -я τοπικής σημασίας.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
имеет важное значение — имеет принципиальное значение, имеет большое значение, вопрос жизни и смерти, имеет первостепенное значение, много значит, важно, существенно Словарь русских синонимов. имеет важное значение нареч, кол во синонимов: 7 • важно (77) … Словарь синонимов
имеет право — вправе, имеет все основания, имеет основания Словарь русских синонимов. имеет право нареч, кол во синонимов: 3 • вправе (10) • … Словарь синонимов
имеет большое значение — нареч, кол во синонимов: 8 • важно (77) • вопрос жизни и смерти (7) • име … Словарь синонимов
имеет первостепенное значение — нареч, кол во синонимов: 7 • важно (77) • вопрос жизни и смерти (7) • … Словарь синонимов
имеет принципиальное значение — нареч, кол во синонимов: 7 • важно (77) • вопрос жизни и смерти (7) • … Словарь синонимов
имеет все основания — нареч, кол во синонимов: 3 • вправе (10) • имеет основания (3) • имеет право (3) … Словарь синонимов
имеет основания — нареч, кол во синонимов: 3 • вправе (10) • имеет все основания (3) • имеет право (3) … Словарь синонимов
имеет голову на плечах — благоразумный, с головой на плечах Словарь русских синонимов. имеет голову на плечах прил., кол во синонимов: 2 • благоразумный (28) • … Словарь синонимов
имеет смысл — игра стоит свеч, есть расчет, есть смысл, овчинка выделки стоит, стоит Словарь русских синонимов. имеет смысл нареч, кол во синонимов: 5 • есть расчет (5) • … Словарь синонимов
имеет заднюю мысль — прил., кол во синонимов: 1 • свое на уме (5) Словарь синонимов ASIS. В.Н. Тришин. 2013 … Словарь синонимов
имеет посредственные способности — прил., кол во синонимов: 2 • звезд с неба не рвет (27) • звезд с неба не хватает (28) Словарь синонимов ASIS. В.Н. Триш … Словарь синонимов